εργαστικός

εργαστικός
ἐργαστικός, -ή, -όν (AM) [εργαστής]
μσν.
είδος μηχανής
αρχ.
1. ικανός, κατάλληλος για εργασία, δραστήριος («τὸν στρατηγὸν εἶναι χρή... καὶ μηχανικὸν καὶ ἐργαστικὸν καὶ ἐπιμελῆ», Ξεν.)
2. έμπειρος στην παραγωγή, γόνιμος, δημιουργικός
αρχ.
το αρσ. ως ουσ. oἱ ἐργαστικοί
οι εργάτες.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἐργαστικός — able to work masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐργαστικά — ἐργαστικός able to work neut nom/voc/acc pl ἐργαστικά̱ , ἐργαστικός able to work fem nom/voc/acc dual ἐργαστικά̱ , ἐργαστικός able to work fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐργαστικώτερον — ἐργαστικός able to work adverbial comp ἐργαστικός able to work masc acc comp sg ἐργαστικός able to work neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐργαστικῶν — ἐργαστικός able to work fem gen pl ἐργαστικός able to work masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐργαστικόν — ἐργαστικός able to work masc acc sg ἐργαστικός able to work neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐργαστικαῖς — ἐργαστικός able to work fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐργαστικαί — ἐργαστικός able to work fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐργαστικοί — ἐργαστικός able to work masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐργαστικοῦ — ἐργαστικός able to work masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐργαστικούς — ἐργαστικός able to work masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”