- εργαστικός
- ἐργαστικός, -ή, -όν (AM) [εργαστής]μσν.είδος μηχανήςαρχ.1. ικανός, κατάλληλος για εργασία, δραστήριος («τὸν στρατηγὸν εἶναι χρή... καὶ μηχανικὸν καὶ ἐργαστικὸν καὶ ἐπιμελῆ», Ξεν.)2. έμπειρος στην παραγωγή, γόνιμος, δημιουργικόςαρχ.το αρσ. ως ουσ. oἱ ἐργαστικοίοι εργάτες.
Dictionary of Greek. 2013.